υποσιτίζω

υποσιτίζω
Ν [σιτίζω]
1. χορηγώ λιγότερη από την απαιτούμενη τροφή
2. μέσ. υποσιτίζομαι
λαμβάνω λιγότερη από την απαιτούμενη για τον οργανισμό μου τροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποσιτίζω — υποσιτίζω, υποσίτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποσιτίζω — υποσίτισα, υποσιτίστηκα, υποσιτισμένος, δίνω συστηματικά λιγότερη σε ποσότητα ή ποιότητα τροφή και όχι όση είναι απαραίτητη για την κανονική θρέψη του οργανισμού (αντίθ. υπερσιτίζω): Στην πείνα της Κατοχής υποσιτίστηκε ο ελληνικός λαός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποσιτισμός — (Ιατρ.). Ο υ. παρατηρείται στα βρέφη, των οποίων η μητέρα ή η τροφός δεν έχει αρκετό γάλα ή έχει γάλα κακής ποιότητας, (χωρίς αρκετό βούτυρο). Τα βρέφη που τρέφονται τεχνητά υποσιτίζονται αν το γάλα είναι φτωχό σε βούτυρο ή όταν οι μερίδες του… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”